- ενταφιαστής
- ο (AM ἐνταφιαστής)ο νεκροθάφτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνταφιαστής — undertaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενταφιαστής — ο αυτός που ενταφιάζει, ο νεκροθάφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνταφιασταῖς — ἐνταφιαστής undertaker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφιασταί — ἐνταφιαστής undertaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφιαστήν — ἐνταφιαστής undertaker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφιαστῶν — ἐνταφιαστής undertaker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφιαστάς — ἐνταφιαστά̱ς , ἐνταφιαστής undertaker masc acc pl ἐνταφιαστά̱ς , ἐνταφιαστής undertaker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεριστής — κτεριστής, ὁ (Α) [κτερίζω] αυτός που φρόντιζε τα σχετικά με την ταφή νεκρού, ενταφιαστής, κηδευτής … Dictionary of Greek
ԴԻԱԶԱՐԴ — (ի, աց.) NBH 1 0622 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. ἑνταφιαστής sepultor որ եւ ԴԻԱՊԱՏԻԿ. Որ զմեռեալս զարդարէ, պատէ, զմռսէ. *Հրաման ետ յովսէփ ծառայից իւրոց դիազարդաց. Ծն. ՟Ծ. 2: *Դիազարդքն որ խնկեցին զմարմինն տէրունական.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԴԻԱՊԱՏԻԿ — ( ) NBH 1 0622 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. ἑνταφιαστής funerator, sepultor Դիապատօղ. դիազարդ. *Եւ պատմեցին դիապատիկքն զիսրայէլ. Ծն. ՟Ծ. 3: Եւ եբր Դիապատեալ. *Առ դիապատիկ մարմին առն աստուծոյ մտեալ. Յհ. կթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)